πτεροῤῥύησις

πτεροῤῥύησις
πτεροῤ-ῥύησις, , das Verlieren der Federn

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πτερορρύηση — η / πτερορρύησις, ήσεως, ΝΑ [πτερορρυῶ] η πτώση τού φτερώματος πτηνού και η αντικατάστασή του με νέο, αλλ. πτερόρροια αρχ. μτφ. η πτώση στο κακό και στην αμαρτία, η οποία προκάλεσε την πτώση τής ψυχής στο σώμα, σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”